ταχυγραφία

ταχυγραφία
η, Ν
1. το να γράφει κανείς γρήγορα
2. (σπάν.) στενογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταχυγραφία — η 1. το να γράφει κανείς γρήγορα. 2. στενογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυγραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταχυγραφία. επίρρ... ταχυγραφικώς και ταχυγραφικά Ν με ταχυγραφία, με γρήγορη γραφή, με γρήγορο γράψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • οξυγραφία — ὀξυγραφία, ἡ (Μ) [οξυγράφος] η ιδιότητα τού οξυγράφου, ταχυγραφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”